- απορρηγνύω
- ἀπορρηγνύω κ. -νυμι (AM) [ρηγνύω κ. -νυμι]ξεσπώαρχ.1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει3. (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώςπαραλυμένος ακόλαστος6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' ἀπορρήγνυμι βίου» — κόβω το νήμα της ζωής, πεθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.